- προομνύω
- προ-όμνῡμι u. προομνύω; vorschwören, vorher schwören, προομόσας τοὺς νομίμους ϑεούς, ἦ μὴν ἐλπίζειν εὑρήσειν; die Götter vorher beschwörend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προόμνυμι — και προομνύω Α [ὄμνυμι] 1. ορκίζομαι, δίνω προηγουμένως τον καθορισμένο όρκο («προομνύουσιν ὅρκον», Παυσ.) 2. επικαλούμαι με όρκο προηγουμένως («προομόσας τοὺς νομίμους θεούς», Πλάτ.) 3. βεβαιώνω ενόρκως προηγουμένως («προὐμόσας τὸ μὴ εἰδέναι»,… … Dictionary of Greek